γαλλικό κλειδί
Νέα ελληνικά (el)

ρυθμιζόμενο γαλλικό κλειδί
Πολυλεκτικός όρος
γαλλικό κλειδί ουδέτερο
- εργαλείο με ρυθμιζόμενο άνοιγμα, που χρησιμοποιείται για το βίδωμα και ξεβίδωμα βιδών, μπουλονιών και μεταλλικών σωλήνων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.