γαλικιανά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γαλικιανά
      γενική των γαλικιανών
    αιτιατική τα γαλικιανά
     κλητική γαλικιανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλικιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γαλικιανός < Γαλικία

Ουσιαστικό

η Γαλικία

γαλικιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γαλικιανά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.