γαιο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαιο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαιο- < γαῖ(α) + -ο-

Πρόθημα

γαιο-, γαιό- & γαι- πριν από φωνήεν

Σύνθετα

  • γαιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαιο- στο Βικιλεξικό
  • γαιό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαιό- στο Βικιλεξικό
  • γαι- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαι- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γαιο- < γαῖ(α) + -ο-

Πρόθημα

γαιο-

  • το ουσιαστικό γη ως πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι η σύνθετη λέξη αναφέρεται ή σχετίζεται με τη γη
    γαιονομόνος (που κατοικεί στη γη)

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα γαιο- στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις γαιο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.