γαζοφύλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| γᾱζοφῠλᾰκ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | γαζοφύλαξ | οἱ | γαζοφύλακες | ||||
| γενική | τοῦ | γαζοφύλακος | τῶν | γαζοφυλάκων | ||||
| δοτική | τῷ | γαζοφύλακῐ | τοῖς | γαζοφύλαξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | γαζοφύλακᾰ | τοὺς | γαζοφύλακᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | γαζοφύλαξ | γαζοφύλακες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαζοφύλακε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | γαζοφυλάκοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- γαζοφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < γάζ(α) (θησαυρός) + αρχαία ελληνική -ο- + -φύλαξ (φύλακας)
Παράγωγα
- γαζοφυλακέω, γαζοφυλακῶ)
- γαζοφυλάκιον
Πηγές
- γαζοφύλαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαζοφύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.