βύθια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα βύθια
      γενική
    αιτιατική τα βύθια
     κλητική βύθια
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βύθια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βύθιος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

βύθια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.