βυσσοδομεύω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
βυσσοδομεύω
<
βυσσός
+
δομέω
+
-εύω
Ρήμα
βυσσοδομεύω
χτίζω
/
οικοδομώ
στο
βάθος
σκέφτομαι
κάτι στο «βάθος της ψυχής μου», σχεδιάζω (συνήθως κάτι κακό) μυστικά,
βυσσοδομώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.