βυσσοδομεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βυσσοδομεύω < βυσσός + δομέω + -εύω

Ρήμα

βυσσοδομεύω

  1. χτίζω/οικοδομώ στο βάθος
  2. σκέφτομαι κάτι στο «βάθος της ψυχής μου», σχεδιάζω (συνήθως κάτι κακό) μυστικά, βυσσοδομώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.