ἄβυσσος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄβυσσος < α- στερητικό και βυσσός (ποιητικός τύπος του βυθός)

Επίθετο

ἄβυσσος, -ος, -ον

  • χωρίς βυθό ή πυθμένα ή τέλος, για τη θάλασσα ή για τεράστια χάσματα της γης με αβυσσαλέο βάθος
    ἄβυσσον πέλαγος

Ουσιαστικό

ἄβυσσος θηλυκό
  1. η θάλασσα, με την έννοια του ωκεάνιου βάθους - χάους
  2. (μεταφορικά) κάτι αχανές στο οποίο χάνεται κάποιος, το απύθμενο χάος ή το απροσμέτρητο
    ...φρένα Δίαν καθορᾶν, ὄψιν ἄβυσσον (πώς να ξέρεις τι σκέφτεται ο Δίας, με όψη σαν την άβυσσο)
    ἄβυσσος πλοῦτος
  3. (μεταφορικά) ο Άδης

Σημειώσεις

  • Η λέξη ἄβυσσος χρησιμοποιείται μόνο στον ενικό, δεν παρουσιάζει πληθυντικό, αντ΄ αυτού χρησιμοποιούνται παράγωγα όπως ἀβυσσικός και άλλα μεταγενέστερα όπως
* ἀβυσσοειδής
* ἀβυσσαλέος
* ἀβυσσαῖος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.