ἄβυσσος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ἄβυσσος, -ος, -ον
Ουσιαστικό
- ἄβυσσος θηλυκό
- η θάλασσα, με την έννοια του ωκεάνιου βάθους - χάους
- (μεταφορικά) κάτι αχανές στο οποίο χάνεται κάποιος, το απύθμενο χάος ή το απροσμέτρητο
- ...φρένα Δίαν καθορᾶν, ὄψιν ἄβυσσον (πώς να ξέρεις τι σκέφτεται ο Δίας, με όψη σαν την άβυσσο)
- ἄβυσσος πλοῦτος
- (μεταφορικά) ο Άδης
Σημειώσεις
- Η λέξη ἄβυσσος χρησιμοποιείται μόνο στον ενικό, δεν παρουσιάζει πληθυντικό, αντ΄ αυτού χρησιμοποιούνται παράγωγα όπως ἀβυσσικός και άλλα μεταγενέστερα όπως
- * ἀβυσσοειδής
- * ἀβυσσαλέος
- * ἀβυσσαῖος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.