βυθοσκόπιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βυθοσκόπιο τα βυθοσκόπια
      γενική του βυθοσκοπίου
& βυθοσκόπιου
των βυθοσκοπίων
    αιτιατική το βυθοσκόπιο τα βυθοσκόπια
     κλητική βυθοσκόπιο βυθοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βυθοσκόπιο < βυθός + -σκόπιο

Ουσιαστικό

βυθοσκόπιο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος): συσκευή με την οποία οι αλιείς εξετάζουν το βυθό σε ρηχά νερά
     συνώνυμα: γυαλί
  2. (ιατρική): συσκευή όργανο με το οποίο εξετάζεται ο βυθός του οφθαλμού
     συνώνυμα: οφθαλμοσκόπιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.