βυθοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βυθοσκόπιο | τα | βυθοσκόπια |
| γενική | του | βυθοσκοπίου & βυθοσκόπιου |
των | βυθοσκοπίων |
| αιτιατική | το | βυθοσκόπιο | τα | βυθοσκόπια |
| κλητική | βυθοσκόπιο | βυθοσκόπια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βυθοσκόπιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): συσκευή με την οποία οι αλιείς εξετάζουν το βυθό σε ρηχά νερά
- (ιατρική): συσκευή όργανο με το οποίο εξετάζεται ο βυθός του οφθαλμού
Μεταφράσεις
βυθοσκόπιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.