βρογχοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βρογχοσκόπιο | τα | βρογχοσκόπια |
| γενική | του | βρογχοσκοπίου & βρογχοσκόπιου |
των | βρογχοσκοπίων |
| αιτιατική | το | βρογχοσκόπιο | τα | βρογχοσκόπια |
| κλητική | βρογχοσκόπιο | βρογχοσκόπια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βρογχοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): συσκευή, - (ενδοσκοπικό όργανο) -, με το οποίο επιχειρείται βρογχοσκόπηση
Μεταφράσεις
βρογχοσκόπιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
