βρογχίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βρογχίτης | οι | βρογχίτες |
| γενική | του | βρογχίτη | των | βρογχιτών |
| αιτιατική | τον | βρογχίτη | τους | βρογχίτες |
| κλητική | βρογχίτη | βρογχίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βρογχίτης < καθαρεύουσα βρογχῖτις (θηλυκό) με αλλαγή σε αρσενικό και κατάληξη -ης < νεολατινική bronchitis
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾoŋˈçi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρογ‐χί‐της
Πηγές
- «βρογχῖτις» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.