βρεφοκομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βρεφοκομώ < (ελληνιστική κοινή) βρεφοκομέω / βρεφοκομῶ < αρχαία ελληνική βρέφος + κομέω / κομῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾe.fo.koˈmo/
Ρήμα
βρεφοκομώ (παθητική φωνή: βρεφοκομούμαι)
- περιποιούμαι βρέφος (σε σπίτι) ή βρέφη (σε βρεφοκομείο), τα ανατρέφω
Συγγενικά
- βρεφοκομείο
- βρεφοκομία
- βρεφοκομικός
- βρεφοκόμος
- → δείτε τις λέξεις βρέφος και -κομώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βρεφοκομώ | βρεφοκομούσα | θα βρεφοκομώ | να βρεφοκομώ | βρεφοκομώντας | |
| β' ενικ. | βρεφοκομείς | βρεφοκομούσες | θα βρεφοκομείς | να βρεφοκομείς | (βρεφοκόμει) | |
| γ' ενικ. | βρεφοκομεί | βρεφοκομούσε | θα βρεφοκομεί | να βρεφοκομεί | ||
| α' πληθ. | βρεφοκομούμε | βρεφοκομούσαμε | θα βρεφοκομούμε | να βρεφοκομούμε | ||
| β' πληθ. | βρεφοκομείτε | βρεφοκομούσατε | θα βρεφοκομείτε | να βρεφοκομείτε | βρεφοκομείτε | |
| γ' πληθ. | βρεφοκομούν(ε) | βρεφοκομούσαν(ε) | θα βρεφοκομούν(ε) | να βρεφοκομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βρεφοκόμησα | θα βρεφοκομήσω | να βρεφοκομήσω | βρεφοκομήσει | ||
| β' ενικ. | βρεφοκόμησες | θα βρεφοκομήσεις | να βρεφοκομήσεις | βρεφοκόμησε | ||
| γ' ενικ. | βρεφοκόμησε | θα βρεφοκομήσει | να βρεφοκομήσει | |||
| α' πληθ. | βρεφοκομήσαμε | θα βρεφοκομήσουμε | να βρεφοκομήσουμε | |||
| β' πληθ. | βρεφοκομήσατε | θα βρεφοκομήσετε | να βρεφοκομήσετε | βρεφοκομήστε | ||
| γ' πληθ. | βρεφοκόμησαν βρεφοκομήσαν(ε) |
θα βρεφοκομήσουν(ε) | να βρεφοκομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βρεφοκομήσει | είχα βρεφοκομήσει | θα έχω βρεφοκομήσει | να έχω βρεφοκομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βρεφοκομήσει | είχες βρεφοκομήσει | θα έχεις βρεφοκομήσει | να έχεις βρεφοκομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βρεφοκομήσει | είχε βρεφοκομήσει | θα έχει βρεφοκομήσει | να έχει βρεφοκομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βρεφοκομήσει | είχαμε βρεφοκομήσει | θα έχουμε βρεφοκομήσει | να έχουμε βρεφοκομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βρεφοκομήσει | είχατε βρεφοκομήσει | θα έχετε βρεφοκομήσει | να έχετε βρεφοκομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βρεφοκομήσει | είχαν βρεφοκομήσει | θα έχουν βρεφοκομήσει | να έχουν βρεφοκομήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.