βρεφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρεφικός η βρεφική το βρεφικό
      γενική του βρεφικού της βρεφικής του βρεφικού
    αιτιατική τον βρεφικό τη βρεφική το βρεφικό
     κλητική βρεφικέ βρεφική βρεφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρεφικοί οι βρεφικές τα βρεφικά
      γενική των βρεφικών των βρεφικών των βρεφικών
    αιτιατική τους βρεφικούς τις βρεφικές τα βρεφικά
     κλητική βρεφικοί βρεφικές βρεφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βρεφικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

βρεφικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.