βραχότοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βραχότοπος οι βραχότοποι
      γενική του βραχότοπου των βραχότοπων
    αιτιατική τον βραχότοπο τους βραχότοπους
     κλητική βραχότοπε βραχότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βραχότοπος < βραχό- + -τοπος

Ουσιαστικό

βραχότοπος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.