βραχότοπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βραχότοπος | οι | βραχότοποι |
| γενική | του | βραχότοπου | των | βραχότοπων |
| αιτιατική | τον | βραχότοπο | τους | βραχότοπους |
| κλητική | βραχότοπε | βραχότοποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- βραχοτοπιά
- βραχοτόπι
Μεταφράσεις
βραχότοπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.