βρίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βρίζω

Ρήμα

βρίζομαι

  • (αλληλοπαθ.) για δύο ή περισσότερους ανθρώπους που βρίζει ο ένας τον άλλον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.