βράδυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βράδυνση | οι | βραδύνσεις |
| γενική | της | βράδυνσης* | των | βραδύνσεων |
| αιτιατική | τη | βράδυνση | τις | βραδύνσεις |
| κλητική | βράδυνση | βραδύνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, βραδύνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
βράδυνση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.