βούρτσισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βούρτσισμα τα βουρτσίσματα
      γενική του βουρτσίσματος των βουρτσισμάτων
    αιτιατική το βούρτσισμα τα βουρτσίσματα
     κλητική βούρτσισμα βουρτσίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βούρτσισμα < βουρτσίζω, βουρτσισ- -μα < μεσαιωνική ελληνική βουρτσίζω

Ουσιαστικό

βούρτσισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.