βουτυρόγαλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βουτυρόγαλο | τα | βουτυρόγαλα |
| γενική | του | βουτυρόγαλου | των | βουτυρόγαλων |
| αιτιατική | το | βουτυρόγαλο | τα | βουτυρόγαλα |
| κλητική | βουτυρόγαλο | βουτυρόγαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βουτυρόγαλα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
