βουτυρίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουτυρίλα οι βουτυρίλες
      γενική της βουτυρίλας
    αιτιατική τη βουτυρίλα τις βουτυρίλες
     κλητική βουτυρίλα βουτυρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βουτυρίλα < βούτυρο + -ίλα

Ουσιαστικό

βουτυρίλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.