βουτσάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βουτσάς | οι | βουτσάδες |
| γενική | του | βουτσά | των | βουτσάδων |
| αιτιατική | τον | βουτσά | τους | βουτσάδες |
| κλητική | βουτσά | βουτσάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vuˈt͡sas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐τσάς
Συγγενικά
- Βουτσάς (επώνυμο)
Μεταφράσεις
βουτσάς
|
→ δείτε τη λέξη βαρελοποιός |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.