βομβόπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βομβόπληκτος | η | βομβόπληκτη | το | βομβόπληκτο |
| γενική | του | βομβόπληκτου | της | βομβόπληκτης | του | βομβόπληκτου |
| αιτιατική | τον | βομβόπληκτο | τη | βομβόπληκτη | το | βομβόπληκτο |
| κλητική | βομβόπληκτε | βομβόπληκτη | βομβόπληκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βομβόπληκτοι | οι | βομβόπληκτες | τα | βομβόπληκτα |
| γενική | των | βομβόπληκτων | των | βομβόπληκτων | των | βομβόπληκτων |
| αιτιατική | τους | βομβόπληκτους | τις | βομβόπληκτες | τα | βομβόπληκτα |
| κλητική | βομβόπληκτοι | βομβόπληκτες | βομβόπληκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βομβόπληκτος, -η, -ο
- που έχει υποστεί καταστροφές από βομβαρδισμό· αυτός του οποίου η κατοικία και, γενικότερα, οι εγκαταστάσεις που του ανήκουν, έχουν βομβαρδιστεί
- ※ Στις 13 Οκτωβρίου του 1946 τέθηκε ο πρώτος θεμέλιος λίθος για την ανέγερση συγκροτημάτων πολυκατοικιών στη συνοικία των Ταμπουρίων ειδικά για την αποκατάσταση των βομβοπλήκτων (από το κείμενο «Εικόνες καθημερινότητας του μεταπολεμικού Πειραιά», Κανάλι Ένα 90,4 FM, 4 Ιουλίου 2016, πρόσβαση: 2019.09.03.)
Μεταφράσεις
βομβόπληκτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.