βομβόπληκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βομβόπληκτος η βομβόπληκτη το βομβόπληκτο
      γενική του βομβόπληκτου της βομβόπληκτης του βομβόπληκτου
    αιτιατική τον βομβόπληκτο τη βομβόπληκτη το βομβόπληκτο
     κλητική βομβόπληκτε βομβόπληκτη βομβόπληκτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βομβόπληκτοι οι βομβόπληκτες τα βομβόπληκτα
      γενική των βομβόπληκτων των βομβόπληκτων των βομβόπληκτων
    αιτιατική τους βομβόπληκτους τις βομβόπληκτες τα βομβόπληκτα
     κλητική βομβόπληκτοι βομβόπληκτες βομβόπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βομβόπληκτος < βόμβ(α) + -ό- + -πληκτος

Επίθετο

βομβόπληκτος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.