βομβίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βομβίστρια οι βομβίστριες
      γενική της βομβίστριας των βομβιστριών
    αιτιατική τη βομβίστρια τις βομβίστριες
     κλητική βομβίστρια βομβίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βομβίστρια < βομβιστής + -τρια

Ουσιαστικό

βομβίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.