βιτριολιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βιτριολιστής | οι | βιτριολιστές |
| γενική | του | βιτριολιστή | των | βιτριολιστών |
| αιτιατική | τον | βιτριολιστή | τους | βιτριολιστές |
| κλητική | βιτριολιστή | βιτριολιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.