βιτριολίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιτριολίστρια οι βιτριολίστριες
      γενική της βιτριολίστριας των βιτριολιστριών
    αιτιατική τη βιτριολίστρια τις βιτριολίστριες
     κλητική βιτριολίστρια βιτριολίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

βιτριολίστρια θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.