βικιπαιδιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βικιπαιδιστής | οι | βικιπαιδιστές |
| γενική | του | βικιπαιδιστή | των | βικιπαιδιστών |
| αιτιατική | τον | βικιπαιδιστή | τους | βικιπαιδιστές |
| κλητική | βικιπαιδιστή | βικιπαιδιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βικιπαιδιστής < Βικιπαίδεια + -ιστής
Ουσιαστικό
βικιπαιδιστής αρσενικό (θηλυκό βικιπαιδίστρια)
- συνεισφέρων στη Βικιπαίδεια, συντάκτης της Βικιπαίδειας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.