βιβλιόψειρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιβλιόψειρα οι βιβλιόψειρες
      γενική της βιβλιόψειρας των βιβλιοψειρών
    αιτιατική τη βιβλιόψειρα τις βιβλιόψειρες
     κλητική βιβλιόψειρα βιβλιόψειρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιβλιόψειρα < βιβλιό- + -ο- + ψείρα

Ουσιαστικό

βιβλιόψειρα θηλυκό

  • (έντομο) (μικρό) έντομο που βρίσκεται μέσα σε βιβλία και τα καταστρέφει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.