βιβλιόσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βιβλιόσημο | τα | βιβλιόσημα |
| γενική | του | βιβλιόσημου & βιβλιοσήμου |
των | βιβλιόσημων & βιβλιοσήμων |
| αιτιατική | το | βιβλιόσημο | τα | βιβλιόσημα |
| κλητική | βιβλιόσημο | βιβλιόσημα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιβλιόσημο < βιβλιό- + -σημο
Ουσιαστικό
βιβλιόσημο ουδέτερο
- το σήμα που τυπώνεται στο εσώφυλλο βιβλίου και δείχνει τον εκδοτικό οίκο που είναι ιδιοκτήτης του.
- το χάρτινο φορόσημο, σε μορφή παρόμοια με γραμματόσημο ή χαρτόσημο, που επικολλάται σε σχολικά βιβλία, συνήθως στην πρώτη ή την τελευταία εσωτερική σελίδα
Μεταφράσεις
βιβλιόσημο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.