βιβλιόσημο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιβλιόσημο τα βιβλιόσημα
      γενική του βιβλιόσημου
& βιβλιοσήμου
των βιβλιόσημων
& βιβλιοσήμων
    αιτιατική το βιβλιόσημο τα βιβλιόσημα
     κλητική βιβλιόσημο βιβλιόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιβλιόσημο < βιβλιό- + -σημο

Ουσιαστικό

βιβλιόσημο ουδέτερο

  1. το σήμα που τυπώνεται στο εσώφυλλο βιβλίου και δείχνει τον εκδοτικό οίκο που είναι ιδιοκτήτης του.
  2. το χάρτινο φορόσημο, σε μορφή παρόμοια με γραμματόσημο ή χαρτόσημο, που επικολλάται σε σχολικά βιβλία, συνήθως στην πρώτη ή την τελευταία εσωτερική σελίδα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.