φορόσημο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φορόσημο τα φορόσημα
      γενική του φορόσημου
& φοροσήμου
των φορόσημων
& φοροσήμων
    αιτιατική το φορόσημο τα φορόσημα
     κλητική φορόσημο φορόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φορόσημο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φορόσημο ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.