βιβλιοπωλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιβλιοπωλικός | η | βιβλιοπωλική | το | βιβλιοπωλικό |
| γενική | του | βιβλιοπωλικού | της | βιβλιοπωλικής | του | βιβλιοπωλικού |
| αιτιατική | τον | βιβλιοπωλικό | τη | βιβλιοπωλική | το | βιβλιοπωλικό |
| κλητική | βιβλιοπωλικέ | βιβλιοπωλική | βιβλιοπωλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιβλιοπωλικοί | οι | βιβλιοπωλικές | τα | βιβλιοπωλικά |
| γενική | των | βιβλιοπωλικών | των | βιβλιοπωλικών | των | βιβλιοπωλικών |
| αιτιατική | τους | βιβλιοπωλικούς | τις | βιβλιοπωλικές | τα | βιβλιοπωλικά |
| κλητική | βιβλιοπωλικοί | βιβλιοπωλικές | βιβλιοπωλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βιβλιοπωλικός < βιβλιοπώλης + -ικός
Επίθετο
βιβλιοπωλικός, -ική, -ικό
- σχετικός με τους βιβλιοπώλες ή τα βιβιβλιοπωλεία
- Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για τις νέες βιβλιοπωλικές επιχειρήσεις. (*)
Συγγενικά
- βιβλιοπωλείο
- βιβλιοπώλης
- → δείτε τις λέξεις βιβλίο και πωλώ
Μεταφράσεις
βιβλιοπωλικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.