βιβλιοκαπηλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιβλιοκαπηλία | οι | βιβλιοκαπηλίες |
| γενική | της | βιβλιοκαπηλίας | των | βιβλιοκαπηλιών |
| αιτιατική | τη | βιβλιοκαπηλία | τις | βιβλιοκαπηλίες |
| κλητική | βιβλιοκαπηλία | βιβλιοκαπηλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιβλιοκαπηλία < βιβλιοκάπηλος + -ία
Ουσιαστικό
βιβλιοκαπηλία θηλυκό
- η έκνομη ανατύπωση και το εμπόριο βιβλίων
- η έκδοση ή πώληση βιβλίων χαμηλής ποιότητας με σκοπό το κέρδος
- η αισχροκέρδεια σε βιβλία που έχουν μεγάλη ζήτηση
Συνώνυμα
Συγγενικά
- βιβλιοκάπηλος
- → δείτε τις λέξεις βιβλίο και κάπηλος
Μεταφράσεις
βιβλιοκαπηλία
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.