βιβλιοκλοπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιβλιοκλοπή οι βιβλιοκλοπές
      γενική της βιβλιοκλοπής των βιβλιοκλοπών
    αιτιατική τη βιβλιοκλοπή τις βιβλιοκλοπές
     κλητική βιβλιοκλοπή βιβλιοκλοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιβλιοκλοπή < βιβλίο + -ο- + κλοπή

Ουσιαστικό

βιβλιοκλοπή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.