βιβλιοδέτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιβλιοδέτηση οι βιβλιοδετήσεις
      γενική της βιβλιοδέτησης* των βιβλιοδετήσεων
    αιτιατική τη βιβλιοδέτηση τις βιβλιοδετήσεις
     κλητική βιβλιοδέτηση βιβλιοδετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιβλιοδετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιβλιοδέτηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βιβλιοδέτηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.