βιβλιοδετήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
βιβλιοδετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βιβλιοδετώ
- θα βιβλιοδετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βιβλιοδετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
βιβλιοδετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βιβλιοδέτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.