βιβλιοδετήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

βιβλιοδετήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βιβλιοδετώ
  2. θα βιβλιοδετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βιβλιοδετώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βιβλιοδετήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βιβλιοδέτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.