βιβλιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιβλιακός | η | βιβλιακή | το | βιβλιακό |
| γενική | του | βιβλιακού | της | βιβλιακής | του | βιβλιακού |
| αιτιατική | τον | βιβλιακό | τη | βιβλιακή | το | βιβλιακό |
| κλητική | βιβλιακέ | βιβλιακή | βιβλιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιβλιακοί | οι | βιβλιακές | τα | βιβλιακά |
| γενική | των | βιβλιακών | των | βιβλιακών | των | βιβλιακών |
| αιτιατική | τους | βιβλιακούς | τις | βιβλιακές | τα | βιβλιακά |
| κλητική | βιβλιακοί | βιβλιακές | βιβλιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βιβλιακός
- που έχει σχέση με το βιβλίο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ※ Κι όταν, αναγκασμένος κάπου να διοριστεί, τοποθετήθηκε στη Βιβλιοθήκη της Γερουσίας, είδε το αγαπημένο του βιβλιακό περιβάλλον να τον συνοδεύει και στη νέα του θέση. (Έλλη Αλεξίου (1975) Ανατόλ Φρανς [δοκίμιο])
Μεταφράσεις
βιβλιακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.