βιαιότερος

Νέα ελληνικά (el)

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιαιότερος η βιαιότερη το βιαιότερο
      γενική του βιαιότερου της βιαιότερης του βιαιότερου
    αιτιατική τον βιαιότερο τη βιαιότερη το βιαιότερο
     κλητική βιαιότερε βιαιότερη βιαιότερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιαιότεροι οι βιαιότερες τα βιαιότερα
      γενική των βιαιότερων των βιαιότερων των βιαιότερων
    αιτιατική τους βιαιότερους τις βιαιότερες τα βιαιότερα
     κλητική βιαιότεροι βιαιότερες βιαιότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βιαιότερος < βίαιος + -ότερος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βιαιότερος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.