βιάστηκα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά 1

ΔΦΑ : /viˈa.sti.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιάστηκα

Ρηματικός τύπος

βιάστηκα

Προφορά 2

ΔΦΑ : /ˈvʝa.sti.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιάστηκα
τονικό παρώνυμο: βιαστικά

Ρηματικός τύπος

βιάστηκα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.