έκανα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ka.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκανα

Ρηματικός τύπος

έκανα

  1. α' ενικό οριστικής παρατατικού του ρήματος κάνω
    εναλλακτική μορφή: έκαμνα (σπάνιο)
    και δείτε, αρχαία ελληνικά: ἔκαμνον
  2. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κάνω
    εναλλακτική μορφή: έκαμα
    και δείτε, αρχαία ελληνικά: ἔκαμον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.