βηματοδότης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βηματοδότης | οι | βηματοδότες |
| γενική | του | βηματοδότη | των | βηματοδοτών |
| αιτιατική | τον | βηματοδότη | τους | βηματοδότες |
| κλητική | βηματοδότη | βηματοδότες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βηματοδότης < → λείπει η ετυμολογία

ένας από τους πρώτους βηματοδότες (1964)
Ουσιαστικό
βηματοδότης αρσενικό
- (ιατρική) η συσκευή που εμφυτεύεται σε ασθενείς με αρρυθμίες και ρυθμίζει τον καρδιακό παλμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.