βερνικώνομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
βερνικώνομαι
<
βερνικώνω
Ρήμα
βερνικώνομαι
επαλείφομαι
με
βερνίκι
Εκφράσεις
κέρατο βερνικωμένο
: άνθρωπος
ιδιότροπος
≈
συνώνυμα
:
κακότροπος
,
ξεροκέφαλος
,
σπαστικός
Μεταφράσεις
βερνικώνομαι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.