βερικοκκία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | βερικοκκίᾱ | αἱ | βερικοκκίαι |
| γενική | τῆς | βερικοκκίᾱς | τῶν | βερικοκκιῶν |
| δοτική | τῇ | βερικοκκίᾳ | ταῖς | βερικοκκίαις |
| αιτιατική | τὴν | βερικοκκίᾱν | τὰς | βερικοκκίᾱς |
| κλητική ὦ! | βερικοκκίᾱ | βερικοκκίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βερικοκκίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βερικοκκίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
βερικοκκία θηλυκό
- (φυτό) (ελληνιστική κοινή) βερικοκιά
- περσικαὶ εἶδος δένδρου περσικοῦ, ὃ κοινῶς βερικοκκία λέγεται. (Σχόλια στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, 151b.1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.