βεντετισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βεντετισμός | οι | βεντετισμοί |
| γενική | του | βεντετισμού | των | βεντετισμών |
| αιτιατική | τον | βεντετισμό | τους | βεντετισμούς |
| κλητική | βεντετισμέ | βεντετισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βεντέτα
Μεταφράσεις
βεντετισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.