βενζινόκολλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βενζινόκολλα | οι | βενζινόκολλες |
| γενική | της | βενζινόκολλας | των | βενζινοκολλών |
| αιτιατική | τη | βενζινόκολλα | τις | βενζινόκολλες |
| κλητική | βενζινόκολλα | βενζινόκολλες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- βενζίνη
- κόλλα
- αλευρόκολλα
- αμυλόκολλα
- δερματόκολλα
- ξυλόκολλα
- ρετσινόκολλα
- ψαρόκολλα
Μεταφράσεις
βενζινόκολλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.