αμυλόκολλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμυλόκολλα | οι | αμυλόκολλες |
| γενική | της | αμυλόκολλας | των | αμυλοκολλών |
| αιτιατική | την | αμυλόκολλα | τις | αμυλόκολλες |
| κλητική | αμυλόκολλα | αμυλόκολλες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αμυλόκολλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.