βενζινάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βενζινάδικο τα βενζινάδικα
      γενική του βενζινάδικου των βενζινάδικων
    αιτιατική το βενζινάδικο τα βενζινάδικα
     κλητική βενζινάδικο βενζινάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βενζινάδικο < βενζίν(η) + -άδικο

Ουσιαστικό

βενζινάδικο ουδέτερο

  • κατάστημα λιανικής πώλησης υγρών καυσίμων με αντλίες που μεταφέρουν κατευθείαν τη βενζίνη ή το πετρέλαιο στο ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.