βελοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βελοειδής | η | βελοειδής | το | βελοειδές |
| γενική | του | βελοειδούς* | της | βελοειδούς | του | βελοειδούς |
| αιτιατική | τον | βελοειδή | τη | βελοειδή | το | βελοειδές |
| κλητική | βελοειδή(ς) | βελοειδής | βελοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βελοειδείς | οι | βελοειδείς | τα | βελοειδή |
| γενική | των | βελοειδών | των | βελοειδών | των | βελοειδών |
| αιτιατική | τους | βελοειδείς | τις | βελοειδείς | τα | βελοειδή |
| κλητική | βελοειδείς | βελοειδείς | βελοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βελοειδής < βέλος
Μεταφράσεις
βελοειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.