βδάλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Από τη μηδενισμένη βαθμίδα του θέματος *bdel-, ομόρριζο με το βδέλλα
Ρήμα
βδάλλω
- αρμέγω αγελάδα
- ρουφώ, βυζαίνω
- (στη μέση φωνή) (για αγελάδα) έχω ή παράγω πολύ γάλα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 21 @scaife.perseus
- ἐν Φάσει μέν ἐστι βοίδια μικρὰ ὧν ἕκαστον βδάλλεται γάλα πολύ, αἱ δ’ Ἠπειρωτικαὶ βόες αἱ μεγάλαι βδάλλονται ἑκάστη ἀμφορέα καὶ τούτου τὸ ἥμισυ κατὰ τοὺς δύο μαστούς· ὁ δὲ βδάλλων ὀρθὸς ἕστηκεν, μικρὸν ἐπικύπτων, διὰ τὸ μὴ δύνασθαι ἂν ἐφικέσθαι καθήμενος.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 21 @scaife.perseus
Συγγενικά
- ἀρχιβδέλλιον
- βδαλεύς
- βδάλσις
- βδέλλα
- βδέλλιον
- βδελλιστέον
- βδελλίζω
- βδελλολάρυγξ
- νεόβδαλτος
Σύνθετα
- εἰσβδάλλω
- ἐπιβδάλλω
Πηγές
- βδάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βδάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.