βδάλλω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Από τη μηδενισμένη βαθμίδα του θέματος *bdel-, ομόρριζο με το βδέλλα

Ρήμα

βδάλλω

  1. αρμέγω αγελάδα
  2. ρουφώ, βυζαίνω
  3. (στη μέση φωνή) (για αγελάδα) έχω ή παράγω πολύ γάλα
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 21 @scaife.perseus
    ἐν Φάσει μέν ἐστι βοίδια μικρὰ ὧν ἕκαστον βδάλλεται γάλα πολύ, αἱ δ’ Ἠπειρωτικαὶ βόες αἱ μεγάλαι βδάλλονται ἑκάστη ἀμφορέα καὶ τούτου τὸ ἥμισυ κατὰ τοὺς δύο μαστούς· ὁ δὲ βδάλλων ὀρθὸς ἕστηκεν, μικρὸν ἐπικύπτων, διὰ τὸ μὴ δύνασθαι ἂν ἐφικέσθαι καθήμενος.

Συγγενικά

  • ἀρχιβδέλλιον
  • βδαλεύς
  • βδάλσις
  • βδέλλα
  • βδέλλιον
  • βδελλιστέον
  • βδελλίζω
  • βδελλολάρυγξ
  • νεόβδαλτος

Σύνθετα

  • εἰσβδάλλω
  • ἐπιβδάλλω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.