βαρυποινίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρυποινίτης οι βαρυποινίτες
      γενική του βαρυποινίτη των βαρυποινιτών
    αιτιατική τον βαρυποινίτη τους βαρυποινίτες
     κλητική βαρυποινίτη βαρυποινίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρυποινίτης (μαρτυρείται από το 1890)[1] < βαρυ- + ποιν(ή) + -ίτης[2]

Ουσιαστικό

βαρυποινίτης αρσενικό (θηλυκό βαρυποινίτισσα)

Αντώνυμα

  • ελαφροποινίτης

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 205, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. βαρυποινίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.