βαρεμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βαρεμός | οι | βαρεμοί |
| γενική | του | βαρεμού | των | βαρεμών |
| αιτιατική | τον | βαρεμό | τους | βαρεμούς |
| κλητική | βαρεμέ | βαρεμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
βαρεμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.