βαμπακάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαμπακάδα οι βαμπακάδες
      γενική της βαμπακάδας των βαμπακάδων
    αιτιατική τη βαμπακάδα τις βαμπακάδες
     κλητική βαμπακάδα βαμπακάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαμπακάδα < βαμπακ- + -άδα

Ουσιαστικό

βαμπακάδα αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Λήμμα «βαμπακάδα», στο: Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 363.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.