βαμβακίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαμβακίαση οι βαμβακιάσεις
      γενική της βαμβακίασης* των βαμβακιάσεων
    αιτιατική τη βαμβακίαση τις βαμβακιάσεις
     κλητική βαμβακίαση βαμβακιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαμβακιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαμβακίαση < βαμβακ- + -ίαση
πεύκο με βαμβακίαση

Ουσιαστικό

βαμβακίαση θηλυκό

  • ασθένεια φυτών, που οφείλεται στο έντομο με την κοινή ονομασία βαμβακόψειρα, της οποίας κύριο σύμπτωμα είναι η εμφάνιση στον κορμό του φυτού υλικού που μοιάζει με βαμβάκι
     συνώνυμα: βαμβακάδα, βαμπακάδα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.