βαμβακίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαμβακίαση | οι | βαμβακιάσεις |
| γενική | της | βαμβακίασης* | των | βαμβακιάσεων |
| αιτιατική | τη | βαμβακίαση | τις | βαμβακιάσεις |
| κλητική | βαμβακίαση | βαμβακιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, βαμβακιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βαμβακίαση θηλυκό
Μεταφράσεις
βαμβακίαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
